- κνεφαία
- κνεφαί̱ᾱ , κνεφαῖοςdarkfem nom/voc/acc dualκνεφαί̱ᾱ , κνεφαῖοςdarkfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνεφαῖα — κνεφαῖος dark neut nom/voc/acc pl κνεφαῖος dark neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόστασις — ἱππόστασις, ἡ (Α) 1. ιπποστάσιο* 2. φρ. α) «Ἀελίου κνεφαία ίππόστασις» ο σκοτεινός στάβλος τού Ηλίου, δηλαδή η δύση, Ευρ. β) «Ἕω φαεννὰς Ἡλίου θ ἱπποστάσεις» ο φωτεινός στάβλος τών αλόγων τού Ηλίου, δηλαδή η ανατολή, (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)… … Dictionary of Greek
κνεφαίος — κνεφαῑος, αία, ον (Α) [κνέφας] 1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῑα τ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών. β. «ὁ δ ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek